- προεμβάτης
- ὁ, Α [προεμβαίνω]αυτός που πηδάει πρώτος πάνω σε εχθρικό πλοίο μετά την εμβολή του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προεμβάτης — one who first boards masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεμβατήριος — ον, Α αυτός που ανήκει στον προεμβάτη («γέρας προεμβατήριον» η αμοιβή που δίνεται στον προεμβάτη, Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προεμβάτης «αυτός που πηδάει πρώτος σε εχθρικό πλοίο» + κατάλ. τήριος (πρβλ. επιβα τήριος)] … Dictionary of Greek